εναντιούμαι
Смотреть что такое "εναντιούμαι" в других словарях:
ἐναντιοῦμαι — ἐναντιόομαι set oneself against pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναντιώνομαι — και εναντιούμαι ( όομαι) (AM ἐναντιοῡμαι, Μ και ἐναντιῶ και ἐναντιώνω) αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι («ὡς οὐδενός ἐναντιουμένου», Αριστοφ.) μσν. Ι. ενεργ. ἐναντιῶ και ἐναντιώνω 1. είμαι αντίθετος 2. αντιτάσσομαι, εναντιώνομαι 3. αποκρούω,… … Dictionary of Greek
ηναντιωμένως — ἠναντιωμένως (Α) επίρρ. με αντίθετο, με ενάντιο τρόπο, εναντίον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηναντιωμένος, μτχ. παρακμ. τού ρ. εναντιούμαι] … Dictionary of Greek
ՀԱԿԱԿԱՅԻՄ — (եցայ.) NBH 2 0005 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 14c ձ. ἁντίκειμαι, ἑναντίουμαι opponor, adversor, obsisto. Հակառակ գտանիլ կամ ելանել. հակադրիլ. դիմադրիլ. ընդդէմ դառնալ. ... *Սովորեցաւ հակակայիլ: Ասի այլ այլում հակակայիլ քառաբար.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)